χωράφιον
English (LSJ)
[ᾱ], τό, Dim. of χώρα, small farm, Thphr. Fragmenta 171.7; Glossaria on βλάστημα, Sch.E.Hec.1204.
German (Pape)
[Seite 1387] τό, dim. von χώρα, Ackerland, Landgut, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
χωράφιον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ χώρα, ὡς τὸ χωρίον, μικρὸς ἀγρός, μικρὸν κτῆμα, ὕποπτον ἐν Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 7 ἀλλὰ συχνὸν παρὰ τοῖς Βυζ. καὶ σύνηθες ἐν τῇ νῦν λαλουμένῃ. - Ἐντεῦθεν ἐπίθετ. χωραφιαῖος, α, ον, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. σ. 152.
Greek Monolingual
χωράφι, το / χωράφιον, ΝΜΑ
καλλιεργήσιμη γη μικρής έκτασης
νεοελλ.
1. αγρός σπαρμένος με σιτάρι, σιταγρός
2. μτφ. (διαλ.) γυναίκα που κάνει πολλά παιδιά
3. στον πληθ. (τα) χωράφια
(διαλ. τ.) περιουσία («παντρεύτηκε μια με πολλά χωράφια»)
4. παροιμ. «κάλλιο λόγια στο χωράφι, παρά μάγγανα στ' αλώνι» — δηλώνει ότι με την έγκαιρη εξομάλυνση τών διαφορών αποφεύγονται σοβαρότερες διαμάχες
μσν.-αρχ.
βλάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + υποκορ. κατάλ. -άφι(ον), πρβλ. ξυρός: ξυρ-άφι(ον)].