ψύχραιμος: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(47c) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> (για ζώο) [[ψυχρόαιμος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που αντιμετωπίζει με [[ηρεμία]] και [[αυτοκυριαρχία]] διάφορες απρόοπτες και [[ιδίως]] δυσάρεστες καταστάσεις, που δεν χάνει τον έλεγχό του εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψύχραιμα</i> Ν<br />με [[ψυχραιμία]] («αντιμετώπισε ψύχραιμα την απόλυσή του»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψύχρα]] / [[ψυχρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αίμα]]), | |mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> (για ζώο) [[ψυχρόαιμος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που αντιμετωπίζει με [[ηρεμία]] και [[αυτοκυριαρχία]] διάφορες απρόοπτες και [[ιδίως]] δυσάρεστες καταστάσεις, που δεν χάνει τον έλεγχό του εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψύχραιμα</i> Ν<br />με [[ψυχραιμία]] («αντιμετώπισε ψύχραιμα την απόλυσή του»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψύχρα]] / [[ψυχρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αίμα]]), [[πρβλ]]. <i>θερμό</i>-<i>αιμος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. (για ζώο) ψυχρόαιμος
2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που αντιμετωπίζει με ηρεμία και αυτοκυριαρχία διάφορες απρόοπτες και ιδίως δυσάρεστες καταστάσεις, που δεν χάνει τον έλεγχό του εύκολα.
επίρρ...
ψύχραιμα Ν
με ψυχραιμία («αντιμετώπισε ψύχραιμα την απόλυσή του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψύχρα / ψυχρός + -αιμος (< αίμα), πρβλ. θερμό-αιμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].