Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκρόκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκρόκαρπος]], -ον) (για δέντρα) αυτός που καρποφορεί στην [[κορυφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]<br />η λ. πέρασε και στην ξεν. βοτανική [[ορολογία]], <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>acrocarpous</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκρόκαρπος]], -ον) (για δέντρα) αυτός που καρποφορεί στην [[κορυφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]<br />η λ. πέρασε και στην ξεν. βοτανική [[ορολογία]], [[πρβλ]]. αγγλ. <i>acrocarpous</i>].
}}
}}

Revision as of 15:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρόκαρπος Medium diacritics: ἀκρόκαρπος Low diacritics: ακρόκαρπος Capitals: ΑΚΡΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: akrókarpos Transliteration B: akrokarpos Transliteration C: akrokarpos Beta Code: a)kro/karpos

English (LSJ)

ον, A fruiting at top, φοῖνιξ Thphr.HP1.14.2, al.

German (Pape)

[Seite 83] die Früchte oben habend, φοίνιξ, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόκαρπος: -ον, παράγων καρπὸν ἐπὶ τῆς κορυφῆς, φοῖνιξ, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 14, 2.

Spanish (DGE)

-ον
bot., de árboles que produce el fruto en la parte superior de la copa op. πλαγιόκαρπος Thphr.HP 1.14.2, cf. 3.18.12.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκρόκαρπος, -ον) (για δέντρα) αυτός που καρποφορεί στην κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + καρπός
η λ. πέρασε και στην ξεν. βοτανική ορολογία, πρβλ. αγγλ. acrocarpous].