ἑτοιμομεμφής: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑτοιμομεμφής]], -ές (Μ)<br />αυτός που [[είναι]] [[έτοιμος]] να κατηγορήσει, ο φίλο [[κατήγορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μεμφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέμφομαι]]), | |mltxt=[[ἑτοιμομεμφής]], -ές (Μ)<br />αυτός που [[είναι]] [[έτοιμος]] να κατηγορήσει, ο φίλο [[κατήγορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μεμφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέμφομαι]]), [[πρβλ]]. <i>φιλο</i>-<i>μεμφής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A ready to censure, Eust.873.3.
German (Pape)
[Seite 1052] ές, zum Tadel bereit, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμομεμφής: -ές, ἕτοιμος εἰς τὸ μέμφεσθαι, Εὐστ. 873. 3.
Greek Monolingual
ἑτοιμομεμφής, -ές (Μ)
αυτός που είναι έτοιμος να κατηγορήσει, ο φίλο κατήγορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -μεμφής (< μέμφομαι), πρβλ. φιλο-μεμφής].