ἐχιδνότοκος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχιδνότοκος]], -ον (ΑΜ)<br />ο γεννημένος από [[έχιδνα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> ο γεννημένος από [[αμαρτωλή]] ή κακεντρεχή [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έχιδνα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτί</i>-<i>τοκος</i>, <i>πυρί</i>-<i>τοκος</i>].
|mltxt=[[ἐχιδνότοκος]], -ον (ΑΜ)<br />ο γεννημένος από [[έχιδνα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> ο γεννημένος από [[αμαρτωλή]] ή κακεντρεχή [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έχιδνα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), [[πρβλ]]. <i>αρτί</i>-<i>τοκος</i>, <i>πυρί</i>-<i>τοκος</i>].
}}
}}

Revision as of 16:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχιδνότοκος Medium diacritics: ἐχιδνότοκος Low diacritics: εχιδνότοκος Capitals: ΕΧΙΔΝΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: echidnótokos Transliteration B: echidnotokos Transliteration C: echidnotokos Beta Code: e)xidno/tokos

English (LSJ)

ον, A born of a viper, Anon.Prog.9in Rh.1.626 W.

German (Pape)

[Seite 1126] natternerzeugt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχιδνότοκος: -ον, ὁ γεννηθεὶς ἐξ ἐχίδνης, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 85D, κλ.

Greek Monolingual

ἐχιδνότοκος, -ον (ΑΜ)
ο γεννημένος από έχιδνα
μσν.
μτφ. ο γεννημένος από αμαρτωλή ή κακεντρεχή γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -τοκος (< τίκτω), πρβλ. αρτί-τοκος, πυρί-τοκος].