ἰσόδομος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόδομος]], -ον)<br />(για τοίχο) ο κτισμένος [[κατά]] ίσους δόμους, [[δηλαδή]] με σειρές λίθων ίσου μεγέθους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ισόδομο</i><br />η [[ισοδομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεσό</i>-<i>δομος</i>, <i>υψί</i>-<i>δομος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόδομος]], -ον)<br />(για τοίχο) ο κτισμένος [[κατά]] ίσους δόμους, [[δηλαδή]] με σειρές λίθων ίσου μεγέθους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ισόδομο</i><br />η [[ισοδομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόμος]]), [[πρβλ]]. <i>μεσό</i>-<i>δομος</i>, <i>υψί</i>-<i>δομος</i>].
}}
}}

Revision as of 16:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόδομος Medium diacritics: ἰσόδομος Low diacritics: ισόδομος Capitals: ΙΣΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: isódomos Transliteration B: isodomos Transliteration C: isodomos Beta Code: i)so/domos

English (LSJ)

ον, of walls, A built in equal courses, Vitr.2.8.6, Plin.HN36.171.

German (Pape)

[Seite 1264] gleichgebau't, aus regelmäßigen, gleichgroßen Steinen gebau't, Vitruv. 2, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόδομος: -ον, ἐπὶ τοίχου, ᾠκοδομημένος κατὰ (κανονικὰς) ἴσας σειράς, ἀντίθετον τῷ ψευδισόδομος, ᾠκοδομημένος κατ’ ἀνίσους σειράς, Πλίν. 36. 51, Βιτρούβ. 2. 8. § 33.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόδομος, -ον)
(για τοίχο) ο κτισμένος κατά ίσους δόμους, δηλαδή με σειρές λίθων ίσου μεγέθους
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ισόδομο
η ισοδομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -δομος (< δόμος), πρβλ. μεσό-δομος, υψί-δομος].