ἱπποσόας: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱπποσόας]] και ίπποσσόος, ό, θηλ. ἱπποσόα (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κεντρίζει, που διεγείρει τους ίππους για να τρέξουν («[[ἱπποσόας]] Ἰόλαος», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ίπποσόα</i><br />επίθ. της θεάς Αρτέμιδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σόας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σεύω]] «[[κυνηγώ]]»). Τα υπόλοιπα αντίστοιχα συνθ. του ρ. σχηματίζονται σε -<i>σσοος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βοο</i>-<i>σσόος</i>, <i>λαο</i>-<i>σσόος</i>)].
|mltxt=[[ἱπποσόας]] και ίπποσσόος, ό, θηλ. ἱπποσόα (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κεντρίζει, που διεγείρει τους ίππους για να τρέξουν («[[ἱπποσόας]] Ἰόλαος», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ίπποσόα</i><br />επίθ. της θεάς Αρτέμιδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σόας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σεύω]] «[[κυνηγώ]]»). Τα υπόλοιπα αντίστοιχα συνθ. του ρ. σχηματίζονται σε -<i>σσοος</i> ([[πρβλ]]. <i>βοο</i>-<i>σσόος</i>, <i>λαο</i>-<i>σσόος</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἱπποσόας:''' ου adj. m погоняющий коней ([[Ἰόλαος]] Pind.).
|elrutext='''ἱπποσόας:''' ου adj. m погоняющий коней ([[Ἰόλαος]] Pind.).
}}
}}

Revision as of 16:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποσόας Medium diacritics: ἱπποσόας Low diacritics: ιπποσόας Capitals: ΙΠΠΟΣΟΑΣ
Transliteration A: hipposóas Transliteration B: hipposoas Transliteration C: ipposoas Beta Code: i(pposo/as

English (LSJ)

ου, ὁ, (σεύω)
A driving horses, ἄνδρες Pi.P.2.65; Ἰόλαος Id.I.5(4).32:—fem. ἱπποσόα, epithet of Artemis, Id.O.3.26 (as Subst., Pae.9.7):—also ἱπποσσόος, ον, Nonn.D.37.320.

German (Pape)

[Seite 1261] ὁ, Rossetummler, Ἰὁλαος Pind. I. 4, 35, ἄνδρες P. 2, 65.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποσόας: -ου, ὁ, (σεύω) διεγείρων εἰς δρόμον τοὺς ἵππους, Πινδ. Π. 2. 119, Ι. 5 (4). 40· - θηλ. ἱπποσόα, ἐπίθετ. τῆς Ἀρτέμιδος, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 3. 47· καὶ ἱπποσόος, ον, Νόνν. Δ. 37. 320.

English (Slater)

ἱπποσόας m. adj.,
   1 driving horses ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι (P. 2.65) ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει (Tricl.: ἱπποσίας codd.) (I. 5.33)

Greek Monolingual

ἱπποσόας και ίπποσσόος, ό, θηλ. ἱπποσόα (Α)
1. αυτός που κεντρίζει, που διεγείρει τους ίππους για να τρέξουν («ἱπποσόας Ἰόλαος», Πίνδ.)
2. το θηλ. ίπποσόα
επίθ. της θεάς Αρτέμιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -σόας (< σεύω «κυνηγώ»). Τα υπόλοιπα αντίστοιχα συνθ. του ρ. σχηματίζονται σε -σσοος (πρβλ. βοο-σσόος, λαο-σσόος)].

Russian (Dvoretsky)

ἱπποσόας: ου adj. m погоняющий коней (Ἰόλαος Pind.).