ευκλεής: Difference between revisions
From LSJ
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐκλεής]], -ές, Α ποιητ. τ. [[εὐκλειής]], επικ. τ. [[ἐϋκλειής]])<br />αυτός που έχει καλή [[φήμη]], [[ένδοξος]], [[ονομαστός]], [[περίφημος]] (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» — δεν [[είναι]] ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «εὐκλέα γλῶσσαν» — [[τραγούδι]] που υμνεί τη [[δόξα]] κάποιου, Βακχυλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκλεώς</i> (Α εὐκλεῶς, επικ. τ. ἐϋκλειῶς)<br />ένδοξα («εὐκλεῶς ἀπώλετο», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κλεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλέος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐκλεής]], -ές, Α ποιητ. τ. [[εὐκλειής]], επικ. τ. [[ἐϋκλειής]])<br />αυτός που έχει καλή [[φήμη]], [[ένδοξος]], [[ονομαστός]], [[περίφημος]] (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» — δεν [[είναι]] ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «εὐκλέα γλῶσσαν» — [[τραγούδι]] που υμνεί τη [[δόξα]] κάποιου, Βακχυλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκλεώς</i> (Α εὐκλεῶς, επικ. τ. ἐϋκλειῶς)<br />ένδοξα («εὐκλεῶς ἀπώλετο», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κλεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλέος]]), [[πρβλ]]. [[δυσκλεής]], [[μεγακλεής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:38, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐκλεής, -ές, Α ποιητ. τ. εὐκλειής, επικ. τ. ἐϋκλειής)
αυτός που έχει καλή φήμη, ένδοξος, ονομαστός, περίφημος (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» — δεν είναι ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, Ομ. Ιλ.
β. «εὐκλέα γλῶσσαν» — τραγούδι που υμνεί τη δόξα κάποιου, Βακχυλ.).
επίρρ...
ευκλεώς (Α εὐκλεῶς, επικ. τ. ἐϋκλειῶς)
ένδοξα («εὐκλεῶς ἀπώλετο», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κλεής (< κλέος), πρβλ. δυσκλεής, μεγακλεής].