θειόχρους: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν και -οος, -οο (Α [[θειόχρους]], -ουν, και -οος, -οον)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του θείου, του θειαφιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θείο]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χρως</i> «[[χρώμα]]»), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>χρους</i>, <i>μελανό</i>-<i>χρους</i>].
|mltxt=-ουν και -οος, -οο (Α [[θειόχρους]], -ουν, και -οος, -οον)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του θείου, του θειαφιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θείο]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χρως</i> «[[χρώμα]]»), [[πρβλ]]. [[άχρους]], [[μελανόχρους]]].
}}
}}

Revision as of 17:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θειόχρους Medium diacritics: θειόχρους Low diacritics: θειόχρους Capitals: ΘΕΙΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: theióchrous Transliteration B: theiochrous Transliteration C: theiochrous Beta Code: qeio/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. from θειόχροος.

Greek Monolingual

-ουν και -οος, -οο (Α θειόχρους, -ουν, και -οος, -οον)
αυτός που έχει το χρώμα του θείου, του θειαφιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + -χρους (< χρως «χρώμα»), πρβλ. άχρους, μελανόχρους].