εύκομος: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔκομος]], -ον, επικ. και [[λυρικός]] τ. ἠΰκομος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για θεές και ευγενείς γυναίκες) αυτή που έχει ωραία [[κόμη]], ωραία μαλλιά, η [[καλλίκομος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει καλό, [[ωραίο]] [[μαλλί]], ο [[εύμαλλος]] («εὔκομα μῆλα» — τα εύμαλλα πρόβατα, <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για δέντρα) α) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[φύλλωμα]] («δένδρεσιν ἠϋκόμοισιν», Εμπ.)<br />β) [[καρποφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[εὔκομος]], -ον, επικ. και [[λυρικός]] τ. ἠΰκομος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για θεές και ευγενείς γυναίκες) αυτή που έχει ωραία [[κόμη]], ωραία μαλλιά, η [[καλλίκομος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει καλό, [[ωραίο]] [[μαλλί]], ο [[εύμαλλος]] («εὔκομα μῆλα» — τα εύμαλλα πρόβατα, <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για δέντρα) α) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[φύλλωμα]] («δένδρεσιν ἠϋκόμοισιν», Εμπ.)<br />β) [[καρποφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), [[πρβλ]]. [[βαθύκομος]], [[καλλίκομος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:53, 23 August 2021
Greek Monolingual
εὔκομος, -ον, επικ. και λυρικός τ. ἠΰκομος, -ον (Α)
1. (για θεές και ευγενείς γυναίκες) αυτή που έχει ωραία κόμη, ωραία μαλλιά, η καλλίκομος
2. (για ζώα) αυτός που έχει καλό, ωραίο μαλλί, ο εύμαλλος («εὔκομα μῆλα» — τα εύμαλλα πρόβατα, Ανθ. Παλ.)
3. (για δέντρα) α) αυτός που έχει ωραίο φύλλωμα («δένδρεσιν ἠϋκόμοισιν», Εμπ.)
β) καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κομος (< κόμη), πρβλ. βαθύκομος, καλλίκομος].