θυμομαχώ: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=θυμομαχῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] οργισμένος, [[είμαι]] θυμωμένος<br /><b>2.</b> [[πολεμώ]] με [[πείσμα]]<br /><b>3.</b> (με δοτ.) [[φιλονικώ]], έχω επίμονη [[άμιλλα]] με κάποιον, έχω [[διαμάχη]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυμο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχώ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>μάχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μάχη]]), [[πρβλ]]. <i>ναυ</i>-<i>μαχώ</i>, <i>ξιφο</i>-<i>μαχώ</i>).
|mltxt=θυμομαχῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] οργισμένος, [[είμαι]] θυμωμένος<br /><b>2.</b> [[πολεμώ]] με [[πείσμα]]<br /><b>3.</b> (με δοτ.) [[φιλονικώ]], έχω επίμονη [[άμιλλα]] με κάποιον, έχω [[διαμάχη]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυμο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχώ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>μάχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μάχη]]), [[πρβλ]]. [[ναυμαχώ]], [[ξιφομαχώ]]).
}}
}}

Revision as of 18:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

θυμομαχῶ, -έω (Α)
1. είμαι οργισμένος, είμαι θυμωμένος
2. πολεμώ με πείσμα
3. (με δοτ.) φιλονικώ, έχω επίμονη άμιλλα με κάποιον, έχω διαμάχη με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -μαχώ (< -μάχος < μάχη), πρβλ. ναυμαχώ, ξιφομαχώ).