ισοχειλής: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσοχειλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για αγγεία, [[δοχείο]] ή [[σκεύος]]) αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[μέχρι]] τα χείλη<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την [[επιφάνεια]] του νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χειλής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χεῑλος</i>), [[πρβλ]]. <i>αμβλυ</i>-<i>χειλής</i>, <i>λεπτο</i>-<i>χειλής</i>].
|mltxt=[[ἰσοχειλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για αγγεία, [[δοχείο]] ή [[σκεύος]]) αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[μέχρι]] τα χείλη<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την [[επιφάνεια]] του νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χειλής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χεῑλος</i>), [[πρβλ]]. [[αμβλυχειλής]], [[λεπτοχειλής]]].
}}
}}

Revision as of 18:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσοχειλής, -ές (Α)
1. (για αγγεία, δοχείο ή σκεύος) αυτός που είναι γεμάτος μέχρι τα χείλη
2. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια του νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -χειλής (< χεῑλος), πρβλ. αμβλυχειλής, λεπτοχειλής].