καλυκώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλυκώδης]], -ες (Α)<br />όμοιος με κάλυκα άνθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλυξ]], -<i>υκος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. <i>θυελλ</i>-<i>ώδης</i>, <i>κυματ</i>-<i>ώδης</i>)].
|mltxt=[[καλυκώδης]], -ες (Α)<br />όμοιος με κάλυκα άνθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλυξ]], -<i>υκος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. [[θυελλώδης]], [[κυματώδης]])].
}}
}}

Revision as of 18:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλῠκώδης Medium diacritics: καλυκώδης Low diacritics: καλυκώδης Capitals: ΚΑΛΥΚΩΔΗΣ
Transliteration A: kalykṓdēs Transliteration B: kalykōdēs Transliteration C: kalykodis Beta Code: kalukw/dhs

English (LSJ)

ες, A cup-shaped, ἄνθος Thphr.HP3.5.6, 3.10.4. II dub. sens., ἐνθάδε Κλειτόριος κεῖται δρῖλον καλυκῶδες κτλ. Raccolta Raccolta Lumbroso 257 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1314] ες, wie eine Blumenknospe, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλῠκώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς κάλυκα ἄνθους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 4.

Greek Monolingual

καλυκώδης, -ες (Α)
όμοιος με κάλυκα άνθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, -υκος + -ώδης (πρβλ. θυελλώδης, κυματώδης)].