κιονόδεσμος: Difference between revisions
From LSJ
Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>ναυτ.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[κιονοδετώ]], το [[δέσιμο]] αλυσίδας ή σχοινιού σε κιονίσκο πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίων]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δεσμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δεσμός]] <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> / <i>δῶ</i> (II) «[[δένω]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=ο<br /><b>ναυτ.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[κιονοδετώ]], το [[δέσιμο]] αλυσίδας ή σχοινιού σε κιονίσκο πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίων]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δεσμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δεσμός]] <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> / <i>δῶ</i> (II) «[[δένω]]»), [[πρβλ]]. [[κεφαλόδεσμος]], [[στηθόδεσμος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο <i>Ονοματολόγιον ναυτικόν</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:25, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο
ναυτ. το αποτέλεσμα του κιονοδετώ, το δέσιμο αλυσίδας ή σχοινιού σε κιονίσκο πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + -δεσμος (< δεσμός < δέω / δῶ (II) «δένω»), πρβλ. κεφαλόδεσμος, στηθόδεσμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].