κιονόδεσμος
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
Greek Monolingual
ο
ναυτ. το αποτέλεσμα του κιονοδετώ, το δέσιμο αλυσίδας ή σχοινιού σε κιονίσκο πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + -δεσμος (< δεσμός < δέω / δῶ (II) «δένω»), πρβλ. κεφαλόδεσμος, στηθόδεσμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].