κτηματίας: Difference between revisions
From LSJ
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και χτηματίας, ο<br />[[κάτοχος]] [[μεγάλης]] ακίνητης, [[ιδίως]] αγροτικής, περιουσίας, ο [[οποίος]] [[συνήθως]] ζει από τα εισοδήματά της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτῆμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=και χτηματίας, ο<br />[[κάτοχος]] [[μεγάλης]] ακίνητης, [[ιδίως]] αγροτικής, περιουσίας, ο [[οποίος]] [[συνήθως]] ζει από τα εισοδήματά της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτῆμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[αισθηματίας]], [[εισοδηματίας]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:48, 23 August 2021
Greek Monolingual
και χτηματίας, ο
κάτοχος μεγάλης ακίνητης, ιδίως αγροτικής, περιουσίας, ο οποίος συνήθως ζει από τα εισοδήματά της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, -ατος + κατάλ. -ίας (πρβλ. αισθηματίας, εισοδηματίας). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο].