λιμενήοχος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιμενήοχος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιέχει, που περικλείει τον λιμένα («[[λιμενήοχος]] ἄκρη», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμήν]], -[[ένος]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- (για μετρικούς λόγους, [[προς]] [[αποφυγή]] τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών) <span style="color: red;">+</span> -<i>οχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), [[πρβλ]]. <i>γαιή</i>-<i>οχος</i>, <i>νή</i>-<i>οχος</i>].
|mltxt=[[λιμενήοχος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιέχει, που περικλείει τον λιμένα («[[λιμενήοχος]] ἄκρη», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμήν]], -[[ένος]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- (για μετρικούς λόγους, [[προς]] [[αποφυγή]] τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών) <span style="color: red;">+</span> -<i>οχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), [[πρβλ]]. [[γαιήοχος]], [[νήοχος]]].
}}
}}

Revision as of 18:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐμενήοχος Medium diacritics: λιμενήοχος Low diacritics: λιμενήοχος Capitals: ΛΙΜΕΝΗΟΧΟΣ
Transliteration A: limenḗochos Transliteration B: limenēochos Transliteration C: limeniochos Beta Code: limenh/oxos

English (LSJ)

ον, (ἔχω) A closing in the harbour, ἄκρη A.R.2.965.

Greek (Liddell-Scott)

λῐμενήοχος: -ον, (ἔχω) ὁ περικλείων τὸν λιμένα, ἄκρη Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 965.

Greek Monolingual

λιμενήοχος, -ον (Α)
αυτός που περιέχει, που περικλείει τον λιμένα («λιμενήοχος ἄκρη», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, -ένος + συνδετικό φωνήεν -η- (για μετρικούς λόγους, προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών) + -οχος (< ἔχω), πρβλ. γαιήοχος, νήοχος].