κρυσταλλώνας: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />[[μεγάλη]] [[έκταση]] πάγου στις κοιλάδες υψηλών ορέων, [[παγετώνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρύσταλλο]] <span style="color: red;">+</span> περιληπτική κατάλ. -<i>ών</i>(<i>ας</i>), [[πρβλ]]. <i>αμπελ</i>-<i>ώνας</i>, <i>στρατ</i>-<i>ώνας</i>. Η λ., στον λόγιο τ. <i>κρυσταλλών</i>, μαρτυρείται από το 1845 στον Κωνστ. Κουμανούδη].
|mltxt=ο<br />[[μεγάλη]] [[έκταση]] πάγου στις κοιλάδες υψηλών ορέων, [[παγετώνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρύσταλλο]] <span style="color: red;">+</span> περιληπτική κατάλ. -<i>ών</i>(<i>ας</i>), [[πρβλ]]. [[αμπελώνας]], [[στρατώνας]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>κρυσταλλών</i>, μαρτυρείται από το 1845 στον Κωνστ. Κουμανούδη].
}}
}}

Latest revision as of 18:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
μεγάλη έκταση πάγου στις κοιλάδες υψηλών ορέων, παγετώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλο + περιληπτική κατάλ. -ών(ας), πρβλ. αμπελώνας, στρατώνας. Η λ., στον λόγιο τ. κρυσταλλών, μαρτυρείται από το 1845 στον Κωνστ. Κουμανούδη].