λυκαινόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυκαινόμορφος]] -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] ή [[σχήμα]] λύκαινας, αυτός που μοιάζει με [[λύκαινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκαινα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), [[πρβλ]]. <i>θεό</i>-<i>μορφος</i>, <i>τερατό</i>-<i>μορφος</i>].
|mltxt=[[λυκαινόμορφος]] -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] ή [[σχήμα]] λύκαινας, αυτός που μοιάζει με [[λύκαινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκαινα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), [[πρβλ]]. [[θεόμορφος]], [[τερατόμορφος]]].
}}
}}

Revision as of 18:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκαινόμορφος Medium diacritics: λυκαινόμορφος Low diacritics: λυκαινόμορφος Capitals: ΛΥΚΑΙΝΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: lykainómorphos Transliteration B: lykainomorphos Transliteration C: lykainomorfos Beta Code: lukaino/morfos

English (LSJ)

ον, A she-wolf-shaped, Lyc.481.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκαινόμορφος: -ον, ἔχων σχῆμα ἢ μορφὴν λυκαίνης, Λυκόφρ. 481.

Greek Monolingual

λυκαινόμορφος -ον (Α)
αυτός που έχει μορφή ή σχήμα λύκαινας, αυτός που μοιάζει με λύκαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκαινα + -μορφος (< μορφή), πρβλ. θεόμορφος, τερατόμορφος].