μητροδίδακτος: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μητροδίδακτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διδαχθεί από τη [[μητέρα]] του<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[μητροδίδακτος]]<br />[[παρωνύμιο]] του Αριστίππου («Ἀρίστιππος ὁ κληθεὶς [[μητροδίδακτος]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δίδακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διδάσκω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[μητροδίδακτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διδαχθεί από τη [[μητέρα]] του<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[μητροδίδακτος]]<br />[[παρωνύμιο]] του Αριστίππου («Ἀρίστιππος ὁ κληθεὶς [[μητροδίδακτος]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δίδακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διδάσκω]]), [[πρβλ]]. [[θεοδίδακτος]], [[πατροδίδακτος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μητροδίδακτος:''' (ῐ) обученный (своею) матерью Diog. L. | |elrutext='''μητροδίδακτος:''' (ῐ) обученный (своею) матерью Diog. L. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 23 August 2021
English (LSJ)
[ῐ], ον, A taught by one's mother: nickname of Aristippus, Str. 17.3.22, D.L.2.83.
German (Pape)
[Seite 179] von der Mutter gelehrt, D. L. 2, 83.
Greek (Liddell-Scott)
μητροδίδακτος: -ον, δεδιδαγμένος ὑπὸ τῆς ἑαυτοῦ μητρὸς, Διογ. Λ. 2. 83.
Greek Monolingual
μητροδίδακτος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει διδαχθεί από τη μητέρα του
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μητροδίδακτος
παρωνύμιο του Αριστίππου («Ἀρίστιππος ὁ κληθεὶς μητροδίδακτος», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -δίδακτος (< διδάσκω), πρβλ. θεοδίδακτος, πατροδίδακτος].
Russian (Dvoretsky)
μητροδίδακτος: (ῐ) обученный (своею) матерью Diog. L.