ματαιόκομπος: Difference between revisions
From LSJ
ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ματαιόκομπος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[μάταια]] υπερηφανεύεται, [[αλαζόνας]], [[κενόδοξος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[ματαιόκομπος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[μάταια]] υπερηφανεύεται, [[αλαζόνας]], [[κενόδοξος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] ([[πρβλ]]. [[γλωσσόκομπος]], [[μελίκομπος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A idly boasting, Sch.Ar.Ach.589.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰταιόκομπος: -ον, ὁ ματαίως κομπάζων, ἀλαζών, κενόδοξος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 589.
Greek Monolingual
ματαιόκομπος, -ον (Α)
αυτός που μάταια υπερηφανεύεται, αλαζόνας, κενόδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + κόμπος (πρβλ. γλωσσόκομπος, μελίκομπος)].