μελίκομπος

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίκομπος Medium diacritics: μελίκομπος Low diacritics: μελίκομπος Capitals: ΜΕΛΙΚΟΜΠΟΣ
Transliteration A: melíkompos Transliteration B: melikompos Transliteration C: melikompos Beta Code: meli/kompos

English (LSJ)

μελίκομπον, sweet-sounding, ἀοιδαί Pi. I.2.32.

German (Pape)

[Seite 123] süß tönend, ἀοιδαί, Pind. I. 2, 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au son doux comme le miel.
Étymologie: μέλι, κομπέω.

Russian (Dvoretsky)

μελίκομπος: (ῐ) сладостнозвучащий, нежно-певучий (ἀοιδαί Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

μελίκομπος: -ον, ὁ ἡδέως ἠχῶν, ἀοιδαὶ Πινδ. Ι. 2. 46.

English (Slater)

μελῐκομπος, -ον with honey sweet praise μελικόμπων ἀοιδᾶν (I. 2.32)

Greek Monolingual

μελίκομπος, -ον (Α.)
αυτός που εκβάλλει γλυκό ήχο, γλυκόηχος, μελωδικός («καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων..., ἐρατῶν οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾱν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + κόμπος «θόρυβος» (πρβλ. υπέρ-κομπος)].

Greek Monotonic

μελίκομπος: -ον, αυτός που ηχεί γλυκά, σε Πίνδ.

Middle Liddell

μελί-κομπος, ον
sweet-sounding, Pind.