ἠλιθιώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠλιθιώδης]], -ες (Α)<br />όμοιος με ηλίθιο, σαν [[ηλίθιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηλίθιος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωδης</i> ([[πρβλ]]. <i>ογκ</i>-<i>ώδης</i>, <i>τρικυμι</i>-<i>ώδης</i>)].
|mltxt=[[ἠλιθιώδης]], -ες (Α)<br />όμοιος με ηλίθιο, σαν [[ηλίθιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηλίθιος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωδης</i> ([[πρβλ]]. [[ογκώδης]], [[τρικυμιώδης]])].
}}
}}

Revision as of 19:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλῐθῐώδης Medium diacritics: ἠλιθιώδης Low diacritics: ηλιθιώδης Capitals: ΗΛΙΘΙΩΔΗΣ
Transliteration A: ēlithiṓdēs Transliteration B: ēlithiōdēs Transliteration C: ilithiodis Beta Code: h)liqiw/dhs

English (LSJ)

ες, A like a fool, Philostr.VS2.1.10.

German (Pape)

[Seite 1161] ες, wie ein Thörichter, albern, dumm, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλῐθιώδης: -ες, (εἶδος) ὡς ἠλίθιος, ἠλιθιώδη καὶ δυσγράμματον καὶ παχὺν τὴν μνήμην Φιλόστρ. 558.

Greek Monolingual

ἠλιθιώδης, -ες (Α)
όμοιος με ηλίθιο, σαν ηλίθιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλίθιος + κατάλ. -ωδης (πρβλ. ογκώδης, τρικυμιώδης)].