ιξοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἰξοφόρος]], -ον)<br />ο αλειμμένος με ιξό («[[ἰξοφόρος]] [[δόναξ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για δέντρα) αυτός [[πάνω]] στον οποίο φύεται [[ιξός]] («ἰξοφόροι δρύες», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰξός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>δορυ</i>-[[φόρος]], <i>μισθο</i>-[[φόρος]].
|mltxt=ο (Α [[ἰξοφόρος]], -ον)<br />ο αλειμμένος με ιξό («[[ἰξοφόρος]] [[δόναξ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για δέντρα) αυτός [[πάνω]] στον οποίο φύεται [[ιξός]] («ἰξοφόροι δρύες», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰξός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[δορυφόρος]], [[μισθοφόρος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 24 August 2021

Greek Monolingual

ο (Α ἰξοφόρος, -ον)
ο αλειμμένος με ιξό («ἰξοφόρος δόναξ», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
(για δέντρα) αυτός πάνω στον οποίο φύεται ιξός («ἰξοφόροι δρύες», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. δορυφόρος, μισθοφόρος.