καταγωγεύς: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταγωγεύς]], -έως, ὁ (AM)<br />αυτός που κατεβάζει [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταλύει σε κάποιο [[μέρος]] για [[ανάπαυση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αγωγεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]]), [[πρβλ]]. <i>εξ</i>-[[αγωγεύς]], <i>προ</i>-[[αγωγεύς]]].
|mltxt=[[καταγωγεύς]], -έως, ὁ (AM)<br />αυτός που κατεβάζει [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταλύει σε κάποιο [[μέρος]] για [[ανάπαυση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αγωγεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]]), [[πρβλ]]. [[εξαγωγεύς]], [[προαγωγεύς]]].
}}
}}

Revision as of 07:45, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰγωγεύς Medium diacritics: καταγωγεύς Low diacritics: καταγωγεύς Capitals: ΚΑΤΑΓΩΓΕΥΣ
Transliteration A: katagōgeús Transliteration B: katagōgeus Transliteration C: katagogeys Beta Code: katagwgeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A cattle-drover, BGU92(ii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

καταγωγεύς: έως, ὁ, κατάγων, καταβιβάζων, Μ. Φιλῆς τ. Α΄, σ. 349, ἔκδ. Mil.

Greek Monolingual

καταγωγεύς, -έως, ὁ (AM)
αυτός που κατεβάζει κάτι
αρχ.
αυτός που καταλύει σε κάποιο μέρος για ανάπαυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. εξαγωγεύς, προαγωγεύς].