κολοσσοποιός: Difference between revisions
From LSJ
μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κολοσσοποιός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει κολοσσούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολοσσός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>) [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κολοσσοποιός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει κολοσσούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολοσσός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>) [[πρβλ]]. [[ανδριαντοποιός]], [[οινοποιός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:46, 24 August 2021
English (LSJ)
ὁ, A maker of colossal statues, Hero *Deff.135.13.
German (Pape)
[Seite 1475] Kolosse machend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κολοσσοποιός: -όν, κατασκευάζων κολοσσιαῖα ἀγάλματα ἢ ἀνδριάντας, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἡλιοδ. Ὀπτικ.
Greek Monolingual
κολοσσοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει κολοσσούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + -ποιός (< ποιῶ) πρβλ. ανδριαντοποιός, οινοποιός.