ληστοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ληστοκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που φονεύει ληστές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ληστής]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), [[πρβλ]]. <i>μητρο</i>-[[κτόνος]], <i>παιδο</i>-[[κτόνος]].
|mltxt=[[ληστοκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που φονεύει ληστές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ληστής]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), [[πρβλ]]. [[μητροκτόνος]], [[παιδοκτόνος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:50, 24 August 2021

Greek Monolingual

ληστοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει ληστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητροκτόνος, παιδοκτόνος.