ληστοκτόνος
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
Greek Monolingual
ληστοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει ληστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητροκτόνος, παιδοκτόνος.