λιβανωτρίς: Difference between revisions

From LSJ

Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät

Menander, Monostichoi, 311
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιβανωτρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />[[λιβανοθήκη]], θυμιατήρι, λιβανιστήρι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[λιβανωτίς]], με [[επίθημα]] -[[τρίς]] ([[πρβλ]]. <i>ουρη</i>-[[τρίς]], <i>υμνη</i>-[[τρίς]])].
|mltxt=[[λιβανωτρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />[[λιβανοθήκη]], θυμιατήρι, λιβανιστήρι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[λιβανωτίς]], με [[επίθημα]] -[[τρίς]] ([[πρβλ]]. [[ουρητρίς]], [[υμνητρίς]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λῐβᾰνωτρίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ кадильница, курильница Plut.
|elrutext='''λῐβᾰνωτρίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ кадильница, курильница Plut.
}}
}}

Revision as of 07:55, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐβᾰνωτρίς Medium diacritics: λιβανωτρίς Low diacritics: λιβανωτρίς Capitals: ΛΙΒΑΝΩΤΡΙΣ
Transliteration A: libanōtrís Transliteration B: libanōtris Transliteration C: livanotris Beta Code: libanwtri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A censer, Carnead. ap. Plu.2.477b, Keil-Premerstein Zweiter Bericht No.20 (Thyatira), Ramsay Studiesin the Eastern Rom.Provinces p.319 (Pisidia), Hsch.

German (Pape)

[Seite 42] ίδος, ἡ, Weihrauchbüchse, Räucherfaß, Plut. tranqu. an. 19; auch λιβανωτίς geschrieben, Polyaen. 4, 8, 2 u. Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

λῐβᾰνωτρίς: -ίδος, ἡ, θυμιατήριον, Λατ. thuribulum, Καρνεάδ. παρὰ Πλουτ. 2. 477Β, Πολύαιν. 4. 8, 2, ― ἔνθα κακῶς λιβανωτίς, Λοβεκ. Φρύνιχ. 255.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
encensoir.
Étymologie: λίβανος.

Greek Monolingual

λιβανωτρίς, -ίδος, ἡ (Α)
λιβανοθήκη, θυμιατήρι, λιβανιστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του λιβανωτίς, με επίθημα -τρίς (πρβλ. ουρητρίς, υμνητρίς)].

Russian (Dvoretsky)

λῐβᾰνωτρίς: ίδος (ῐδ) ἡ кадильница, курильница Plut.