λειψανοθήκη: Difference between revisions
From LSJ
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[θήκη]] στην οποία γίνεται η [[εναπόθεση]] τών οστών [[μετά]] την [[ανακομιδή]]<br /><b>2.</b> μικρό [[κιβώτιο]] από πολύτιμο [[συνήθως]] [[μέταλλο]], χρυσό ή άργυρο, διακοσμημένο με ανάγλυφες εικόνες, πολλές φορές ναού ή ευαγγελίου, [[μέσα]] στο οποίο φυλάσσονται ιερά λείψανα, τα οποία χρησιμοποιούνται για τον εγκαινιασμό και την [[καθαγίαση]] τών ναών και ιερών αντιμηνσίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λείψανο]] <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τί</i>-<i>θη</i>-<i>μι</i>), [[ | |mltxt=η<br /><b>1.</b> [[θήκη]] στην οποία γίνεται η [[εναπόθεση]] τών οστών [[μετά]] την [[ανακομιδή]]<br /><b>2.</b> μικρό [[κιβώτιο]] από πολύτιμο [[συνήθως]] [[μέταλλο]], χρυσό ή άργυρο, διακοσμημένο με ανάγλυφες εικόνες, πολλές φορές ναού ή ευαγγελίου, [[μέσα]] στο οποίο φυλάσσονται ιερά λείψανα, τα οποία χρησιμοποιούνται για τον εγκαινιασμό και την [[καθαγίαση]] τών ναών και ιερών αντιμηνσίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λείψανο]] <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τί</i>-<i>θη</i>-<i>μι</i>), [[μολυβοθήκη]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:35, 25 August 2021
Greek Monolingual
η
1. θήκη στην οποία γίνεται η εναπόθεση τών οστών μετά την ανακομιδή
2. μικρό κιβώτιο από πολύτιμο συνήθως μέταλλο, χρυσό ή άργυρο, διακοσμημένο με ανάγλυφες εικόνες, πολλές φορές ναού ή ευαγγελίου, μέσα στο οποίο φυλάσσονται ιερά λείψανα, τα οποία χρησιμοποιούνται για τον εγκαινιασμό και την καθαγίαση τών ναών και ιερών αντιμηνσίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λείψανο + θήκη (< τί-θη-μι), μολυβοθήκη.