προικοδότης: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜ<br />αυτός που δίνει [[προίκα]], αυτός που προικοδοτεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προίξ]], -<i>κός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>αιμο</i>-[[δότης]].
|mltxt=ο, ΝΜ<br />αυτός που δίνει [[προίκα]], αυτός που προικοδοτεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προίξ]], -<i>κός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[αιμοδότης]].
}}
}}

Revision as of 13:15, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προικοδότης Medium diacritics: προικοδότης Low diacritics: προικοδότης Capitals: ΠΡΟΙΚΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: proikodótēs Transliteration B: proikodotēs Transliteration C: proikodotis Beta Code: proikodo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A = ἐεδνωτής, Sch.DIl.13.382.

Greek (Liddell-Scott)

προικοδότης: -ου, ὁ, ὁ προικοδοτῶν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 382 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐεδνωτής.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
αυτός που δίνει προίκα, αυτός που προικοδοτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμοδότης.