πομποστόλος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(33)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με την [[συνοδεία]] λιτανείας<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ πομποστόλοι</i><br />τα [[μέλη]] της λιτανευτικής πομπής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πομπή]] <span style="color: red;">+</span> -[[στόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[στέλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>γαμο</i>-[[στόλος]].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με την [[συνοδεία]] λιτανείας<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ πομποστόλοι</i><br />τα [[μέλη]] της λιτανευτικής πομπής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πομπή]] <span style="color: red;">+</span> -[[στόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[στέλλω]]), [[πρβλ]]. [[γαμοστόλος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:25, 25 August 2021

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που γίνεται με την συνοδεία λιτανείας
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πομποστόλοι
τα μέλη της λιτανευτικής πομπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή + -στόλος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. γαμοστόλος.