ἱπποθόρος: Difference between revisions
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ippothoros | |Transliteration C=ippothoros | ||
|Beta Code=i(ppoqo/ros | |Beta Code=i(ppoqo/ros | ||
|Definition=ὁ, (θόρνυμι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[covering mares]], | |Definition=ὁ, (θόρνυμι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[covering mares]], especially of a he-ass kept for breeding mules, Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as Adj., <b class="b3">ἱ. νόμος</b> a tune <b class="b2">played to a mare, while she was being covered</b>, Plu. 2.138b,704f.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:05, 14 September 2021
English (LSJ)
ὁ, (θόρνυμι) A covering mares, especially of a he-ass kept for breeding mules, Hsch. II as Adj., ἱ. νόμος a tune played to a mare, while she was being covered, Plu. 2.138b,704f.
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, Pferdebeschäler, bes. vom Esel, der zum Beschälen von Stuten gebraucht wied, VLL.; ἱππ. νόμος, ein Lied, welches während der Belegung der Stuten gespielt wurde, Plut. praec. conj. i. A., μέλος τι τοῖς ἵπποις ὁρμῆς ἐπεγερτικόν, vgl. Symp. 7, 5, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποθόρος: ὁ, (θόρνυμι) ὁ βατεύων θηλείας ἵππους, κυρίως ἐπὶ ὄνου τρεφομένου ὅπως ὀχεύῃ θηλείας ἵππους πρὸς παραγωγὴν ἡμιόνων, «ὄνος ἵππους βιβάζων» Ἡσύχ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἱππόθορος νόμος, μέλος παιζόμενον ὅτε ἐβατεύοντο φοράδες, ὡς ὁρμῆς ἐγερτικόν, Πλούτ. 2, 138Β, 704F.
Greek Monolingual
ἱπποθόρος, ὁ (Α)
(κυρίως για όνο που χρησιμοποιείται για παραγωγή ημιόνων) αυτός που οχεύει φοράδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -θόρος (< θορός «σπέρμα»), πρβλ. βου-θόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στο συνθ. ενεργητική σημασία, εν αντιθέσει προς την «αναφορική» σημασία του προπαροξύτονου ιππόθορος].
ἱππόθορος, -ον (Α)
φρ. «ἱππόθορος νόμος» — μουσικό κομμάτι που παιζόταν, όταν οχεύονταν οι φοράδες, ως διεγερτικό της ορμής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) + -θόρος (< θορός «σπέρμα»), πρβλ. βούθορος, ένθορος(βλ. και ιπποθόρος)].
Russian (Dvoretsky)
ἱπποθόρος: способствующий случке ослов с кобылицами, случной (αὐλητικὸς νόμος Plut.).