slay: Difference between revisions
From LSJ
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
m (Text replacement - "File:woodhouse_\d+\.jpg\|thumb" to "File:p2.png|right|Woodhouse page for {{PAGENAME}} - Opens in new window") |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
===verb transitive=== | ===verb transitive=== | ||
[[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[ἀποκτείνειν]], [[φονεύειν]], [[ἀναλίσκειν]], [[ἀναλοῦν]], [[ἐξαναλίσκειν]], [[σφάζειν]], [[ἐπισφάζειν]], [[ἀπόλλυμι]], [[ἀπολλύναι]], [[ἐξολλύναι]], [[διολλύναι]], [[κατεργάζεσθαι]], [[Aristophanes|Ar.]] and [[verse|V.]] [[κτείνειν]]; (also [[Plato]] but rare [[prose|P.]]), [[verse|V.]] [[κατακτείνειν]], [[ὀλλύναι]], [[ἐξαπολλύναι]], [[διαπράσσειν]], [[ἐκπράσσειν]], [[διεργάζεσθαι]], [[ἐξεργάζεσθαι]], [[κατασφάζειν]], [[καταφονεύειν]], [[καίνειν]] (also [[Xenophon|Xen.]]), [[ἐναίρειν]], [[ἐναρίζειν]], [[νοσφίσαι]] (1st aor. of νοσφίζειν), [[αἱρεῖν]] ([[Euripides | [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[ἀποκτείνειν]], [[φονεύειν]], [[ἀναλίσκειν]], [[ἀναλοῦν]], [[ἐξαναλίσκειν]], [[σφάζειν]], [[ἐπισφάζειν]], [[ἀπόλλυμι]], [[ἀπολλύναι]], [[ἐξολλύναι]], [[διολλύναι]], [[κατεργάζεσθαι]], [[Aristophanes|Ar.]] and [[verse|V.]] [[κτείνειν]]; (also [[Plato]] but rare [[prose|P.]]), [[verse|V.]] [[κατακτείνειν]], [[ὀλλύναι]], [[ἐξαπολλύναι]], [[διαπράσσειν]], [[ἐκπράσσειν]], [[διεργάζεσθαι]], [[ἐξεργάζεσθαι]], [[κατασφάζειν]], [[καταφονεύειν]], [[καίνειν]] (also [[Xenophon|Xen.]]), [[ἐναίρειν]], [[ἐναρίζειν]], [[νοσφίσαι]] (1st aor. of νοσφίζειν), [[αἱρεῖν]] ([[Euripides]], ''[[Hecuba]]'' 886), [[Aristophanes|Ar.]] and [[prose|P.]] [[ἀποσφάζειν]], [[prose|P.]] [[ἀποκτιννύναι]], [[διαχρῆσθαι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:47, 14 October 2021
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. ἀποκτείνειν, φονεύειν, ἀναλίσκειν, ἀναλοῦν, ἐξαναλίσκειν, σφάζειν, ἐπισφάζειν, ἀπόλλυμι, ἀπολλύναι, ἐξολλύναι, διολλύναι, κατεργάζεσθαι, Ar. and V. κτείνειν; (also Plato but rare P.), V. κατακτείνειν, ὀλλύναι, ἐξαπολλύναι, διαπράσσειν, ἐκπράσσειν, διεργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, κατασφάζειν, καταφονεύειν, καίνειν (also Xen.), ἐναίρειν, ἐναρίζειν, νοσφίσαι (1st aor. of νοσφίζειν), αἱρεῖν (Euripides, Hecuba 886), Ar. and P. ἀποσφάζειν, P. ἀποκτιννύναι, διαχρῆσθαι.