νομιμοφρόνως: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(Created page with "{{grml |mltxt=-νομιμόφρων, -ον, αρσ. και νομιμόφρονας<br />αυτός που σκέπτεται, πράττει και γενικά ζε...")
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[νομιμόφρων]], -ον, αρσ. και [[νομιμόφρονας]]<br />αυτός που σκέπτεται, πράττει και γενικά ζει σύμφωνα με αυτά που παραγγέλλουν οι νόμοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[νομιμοφρόνως]]<br />με [[νομιμοφροσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόμιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρην]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ματαιό</i>-<i>φρων</i>. Η λ. [[είναι]] πιθ. [[απόδοση]] στην ελλ. του γαλλ. <i>legitimiste</i> και μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Ελληνογαλλικόν Λεξικόν</i> του Σκαρλάτου Βυζαντίου].
|mltxt=[[νομιμόφρων]], -ον, αρσ. και [[νομιμόφρονας]]<br />αυτός που σκέπτεται, πράττει και γενικά ζει σύμφωνα με αυτά που παραγγέλλουν οι νόμοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[νομιμοφρόνως]]<br />με [[νομιμοφροσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόμιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρην]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ματαιό</i>-<i>φρων</i>. Η λ. [[είναι]] πιθ. [[απόδοση]] στην ελλ. του γαλλ. <i>legitimiste</i> και μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Ελληνογαλλικόν Λεξικόν</i> του Σκαρλάτου Βυζαντίου].
}}
}}

Latest revision as of 16:00, 14 December 2021

Greek Monolingual

νομιμόφρων, -ον, αρσ. και νομιμόφρονας
αυτός που σκέπτεται, πράττει και γενικά ζει σύμφωνα με αυτά που παραγγέλλουν οι νόμοι.
επίρρ...
νομιμοφρόνως
με νομιμοφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμιμος + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. ματαιό-φρων. Η λ. είναι πιθ. απόδοση στην ελλ. του γαλλ. legitimiste και μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλάτου Βυζαντίου].