τετράρραβδος: Difference between revisions
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] ράβδους ή [[τέσσερεις]] ακτίνες τροχού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥάβδος]] (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] ράβδους ή [[τέσσερεις]] ακτίνες τροχού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥάβδος]] (<b>πρβλ.</b> [[πεντάρραβδος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:10, 5 January 2022
English (LSJ)
ον, A with four spokes, Sch.Pi.P.2.73.
Greek (Liddell-Scott)
τετράρραβδος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων ῥάβδων δεσμός, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 2. 73 (40).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις ράβδους ή τέσσερεις ακτίνες τροχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ῥάβδος (πρβλ. πεντάρραβδος)].