ταφήϊος: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
m (Text replacement - "of or [[for a " to "of or for a [[")
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰφήϊος:''' -η, -ον , Ιων. αντί [[ταφεῖος]] (σε [[αχρηστία]]), αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην [[ταφή]], που χρησιμεύει στην [[ταφή]], ταφήϊον [[φᾶρος]], [[σεντόνι]] στο οποίο τυλίγεται ο [[νεκρός]], [[σάβανο]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''τᾰφήϊος:''' -η, -ον, Ιων. αντί [[ταφεῖος]] (σε [[αχρηστία]]), αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην [[ταφή]], που χρησιμεύει στην [[ταφή]], ταφήϊον [[φᾶρος]], [[σεντόνι]] στο οποίο τυλίγεται ο [[νεκρός]], [[σάβανο]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τᾰφήϊος:''' погребальный ([[φᾶρος]] Hom.).
|elrutext='''τᾰφήϊος:''' погребальный ([[φᾶρος]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 10:00, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταφήϊος Medium diacritics: ταφήϊος Low diacritics: ταφήϊος Capitals: ΤΑΦΗΪΟΣ
Transliteration A: taphḗïos Transliteration B: taphēios Transliteration C: tafiios Beta Code: tafh/i+os

English (LSJ)

η, ον, Ep. for ταφεῖος (not found), A of or for a burial, φᾶρος τ. a windingsheet, shroud, Od.2.99; μῆλα, i.e. for sacrifice, A.R.2.840.

German (Pape)

[Seite 1075] ep. u. ion. statt ταφεῖος, zum Begräbnisse, zum Grabe gehörig; φᾶρος, Leichengewand, Od. 2, 99. 19, 144. 24, 134; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 840.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne la sépulture, funéraire.
Étymologie: ταφή.

Greek Monolingual

-ΐη, -ον, Α
(επικ. τ.)
1. ταφεῑος
2. φρ. «φᾱρος ταφήϊον» — σεντόνι με το οποίο τύλιγαν τους νεκρούς, σάβανο (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάφος + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. πολεμ-ήϊος)].

Greek Monotonic

τᾰφήϊος: -η, -ον, Ιων. αντί ταφεῖος (σε αχρηστία), αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην ταφή, που χρησιμεύει στην ταφή, ταφήϊον φᾶρος, σεντόνι στο οποίο τυλίγεται ο νεκρός, σάβανο, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰφήϊος: погребальный (φᾶρος Hom.).