αὐτόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''αὐτόμορφος:''' природный, естественный (τυκίσματα Eur. - v. l. τειχίσματα).
|elrutext='''αὐτόμορφος:''' природный, естественный (τυκίσματα Eur. - [[varia lectio|v.l.]] τειχίσματα).
}}
}}

Revision as of 11:30, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόμορφος Medium diacritics: αὐτόμορφος Low diacritics: αυτόμορφος Capitals: ΑΥΤΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: autómorphos Transliteration B: automorphos Transliteration C: aftomorfos Beta Code: au)to/morfos

English (LSJ)

ον, A self-formed, natural, E.Fr.125.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόμορφος: -ον, αὐτοσχημάτιστος, φυσικός, Εὐρ. Ἀποσπ. 124.

Spanish (DGE)

-ον
moldeado por sí mismo, e.d. natural ἐξ αὐτομόρφων λαΐνων τυκισμάτων ... ἄγαλμα E.Fr.125.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α αὐτόμορφος, -ον)
αυτός που έχει δική του μορφή, που δεν μοιάζει με άλλον
αρχ.
αυτός που πήρε μόνος του μορφή, φυσικός.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόμορφος: природный, естественный (τυκίσματα Eur. - v.l. τειχίσματα).