ἄμμες: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ἡμεῑς" to "ἡμεῖς") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἅμμες (Α)<br />[[αιολικός]] και [[δωρικός]] [[τύπος]] της αντωνυμίας | |mltxt=ἅμμες (Α)<br />[[αιολικός]] και [[δωρικός]] [[τύπος]] της αντωνυμίας ἡμεῖς (ονομ. πληθ. του ἐγώ). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:10, 29 January 2022
English (LSJ)
Aeol. and Ep. for ἡμεῖς: acc. ἄμμε: gen. ἀμμέων: dat. ἄμμι (A νρπαρ; Hom., etc.; ἄμμεσιν, Alc.100. ἀμμέσον, poet. for ἀνὰ μέσον, Hes. ἀμμέτερος and ἄμμος, = ἡμέτερος, Alc.105 A, B.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμμες: παλ. Αἰολ., Δωρ. καὶ Ἐπ. ἀντὶ ἡμεῖς, Ὅμ.
French (Bailly abrégé)
épq. c. ἡμεῖς.
English (Autenrieth)
see ἡμεῖς.
Spanish (DGE)
v. ἐγώ.
Greek Monolingual
ἅμμες (Α)
αιολικός και δωρικός τύπος της αντωνυμίας ἡμεῖς (ονομ. πληθ. του ἐγώ).
Greek Monotonic
ἄμμες: Αιολ. αντί ἡμεῖς, ονομ. πληθ. του ἐγώ.
Russian (Dvoretsky)
ἄμμες: эп.-эол.-дор. = ἡμεῖς.