Φερσεφόνη: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source
(4b)
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''Φερσεφόνη''': ποιητικ. ἀντὶ [[Περσεφόνη]], [[συχν]]. παρὰ Πινδ. Φερσεφόνεια Ἡσύχ. ἐν λ.
|lstext='''Φερσεφόνη''': ποιητικ. ἀντὶ [[Περσεφόνη]], συχν. παρὰ Πινδ. Φερσεφόνεια Ἡσύχ. ἐν λ.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:50, 31 January 2022

Greek (Liddell-Scott)

Φερσεφόνη: ποιητικ. ἀντὶ Περσεφόνη, συχν. παρὰ Πινδ. Φερσεφόνεια Ἡσύχ. ἐν λ.

Greek Monotonic

Φερσεφόνη: ποιητ. αντί Περσεφόνη, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

Φερσεφόνη: дор. Φερσεφόνᾱ ἡ Pind. = Περσεφόνη.