ψυχάριον: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
mNo edit summary
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψῡχάριον''': [ᾰ], τό, ὑποκοριστ. τοῦ [[ψυχή]], Πλάτ. Πολ. 519Α, Θεαίτ. 195Α, [[συχν]]. παρὰ Μάρκ. Ἀντων. σ. 27, 24., 36, 51, κλπ. ΙΙ. παρὰ τοῖς Βυζ., [[ἀνδράποδον]], [[δοῦλος]], ἄψυχον [[κτῆμα]], περὶ φυγῶν ψυχαρίων καὶ ἀπολωλότων κτηνῶν Κ. Πορφ. Νεαρ. 5, τὰ μετὰ Θεοφάν. σ. 18C, κλπ.
|lstext='''ψῡχάριον''': [ᾰ], τό, ὑποκοριστ. τοῦ [[ψυχή]], Πλάτ. Πολ. 519Α, Θεαίτ. 195Α, συχν. παρὰ Μάρκ. Ἀντων. σ. 27, 24., 36, 51, κλπ. ΙΙ. παρὰ τοῖς Βυζ., [[ἀνδράποδον]], [[δοῦλος]], ἄψυχον [[κτῆμα]], περὶ φυγῶν ψυχαρίων καὶ ἀπολωλότων κτηνῶν Κ. Πορφ. Νεαρ. 5, τὰ μετὰ Θεοφάν. σ. 18C, κλπ.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:05, 31 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῡχάριον Medium diacritics: ψυχάριον Low diacritics: ψυχάριον Capitals: ΨΥΧΑΡΙΟΝ
Transliteration A: psychárion Transliteration B: psycharion Transliteration C: psycharion Beta Code: yuxa/rion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of ψυχή, little soul Pl.R.519a, Tht.195a, M.Ant.9.34, al., Jul.Or.7.206d, Herm. in Phdr.p.192A.; ψ. εἶ βαστάζον νεκρόν Epictet. ap. M.Ant.4.41.

German (Pape)

[Seite 1403] τό, dim. von ψυχή, Plat. Theaet. 195 a Rep. VII, 519 a.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχάριον: [ᾰ], τό, ὑποκοριστ. τοῦ ψυχή, Πλάτ. Πολ. 519Α, Θεαίτ. 195Α, συχν. παρὰ Μάρκ. Ἀντων. σ. 27, 24., 36, 51, κλπ. ΙΙ. παρὰ τοῖς Βυζ., ἀνδράποδον, δοῦλος, ἄψυχον κτῆμα, περὶ φυγῶν ψυχαρίων καὶ ἀπολωλότων κτηνῶν Κ. Πορφ. Νεαρ. 5, τὰ μετὰ Θεοφάν. σ. 18C, κλπ.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. ψυχάρι.

Greek Monotonic

ψῡχάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του ψυχή, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ψῡχάριον: (ᾰ) τό душонка Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψυχάριον -ου, τό [ψυχή] zieltje.

Middle Liddell

ψῡχᾰ́ριον, ου, τό, [Dim. of ψυχή, Plat.]