προσικνούμαι: Difference between revisions

From LSJ

οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be

Source
(35)
 
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έομαι, Α<br /><b>1.</b> [[προσέρχομαι]], [[φθάνω]] («[[δῆγμα]] δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' [[ἧπαρ]] προσικνεῑται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φθάνω]] [[μέχρι]]... («τόξῳ γὰρ [[οὔτις]] πημάτων προσίξεται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πλησιάζω]] ως [[ικέτης]] («προσίζομαι μεσόμφαλον θ' [[ἵδρυμα]] Λοξίου [[πέδον]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἱκνοῦμαι</i> «[[έρχομαι]], [[φθάνω]]»].
|mltxt=-έομαι, Α<br /><b>1.</b> [[προσέρχομαι]], [[φθάνω]] («[[δῆγμα]] δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' [[ἧπαρ]] προσικνεῖται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φθάνω]] [[μέχρι]]... («τόξῳ γὰρ [[οὔτις]] πημάτων προσίξεται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πλησιάζω]] ως [[ικέτης]] («προσίζομαι μεσόμφαλον θ' [[ἵδρυμα]] Λοξίου [[πέδον]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἱκνοῦμαι</i> «[[έρχομαι]], [[φθάνω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 08:00, 27 May 2022

Greek Monolingual

-έομαι, Α
1. προσέρχομαι, φθάνωδῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ προσικνεῖται», Αισχύλ.)
2. φθάνω μέχρι... («τόξῳ γὰρ οὔτις πημάτων προσίξεται», Αισχύλ.)
3. πλησιάζω ως ικέτης («προσίζομαι μεσόμφαλον θ' ἵδρυμα Λοξίου πέδον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἱκνοῦμαι «έρχομαι, φθάνω»].