ευδείελος: Difference between revisions
From LSJ
(14) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐδείελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[εύδηλος]], [[φανερός]], αυτός που φαίνεται [[καθαρά]] από [[μακριά]] («ἦ πού τις νήσων [[εὐδείελος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο [[ευήλιος]] («[[εὐδείελος]] χθὼν | |mltxt=[[εὐδείελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[εύδηλος]], [[φανερός]], αυτός που φαίνεται [[καθαρά]] από [[μακριά]] («ἦ πού τις νήσων [[εὐδείελος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο [[ευήλιος]] («[[εὐδείελος]] χθὼν Ἰαολκοῦ», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[δείελος]]. Η [[σημασία]] του [[ευδείελος]] ενισχύει την [[άποψη]] που ανάγει το [[δείελος]] στο [[δήλος]] «[[φανερός]]» και όχι στο [[δείλη]] «[[δειλινό]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:55, 13 June 2022
Greek Monolingual
εὐδείελος, -ον (Α)
1. εύδηλος, φανερός, αυτός που φαίνεται καθαρά από μακριά («ἦ πού τις νήσων εὐδείελος», Ομ. Οδ.)
2. ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο ευήλιος («εὐδείελος χθὼν Ἰαολκοῦ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δείελος. Η σημασία του ευδείελος ενισχύει την άποψη που ανάγει το δείελος στο δήλος «φανερός» και όχι στο δείλη «δειλινό»].