ευπορώ: Difference between revisions
From LSJ
Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έω (ΑΜ εὐπορῶ) [[εύπορος]]<br />[[είμαι]] [[εύπορος]], έχω αρκετούς πόρους, έχω οικονομική [[άνεση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω τη [[δυνατότητα]], [[είμαι]] [[ικανός]] να... (α. «οὐκ εὐπορῶ καταλεπτῶς γράφειν σοι» β. «εὐπορῶ ὅ, τι [[λέγω]]» — έχω [[πάρα]] [[πολλά]] να πω<br />γ. «τοῦτο εὐπορῶ» — έχω έτοιμη την [[απάντηση]])<br /><b>2.</b> έχω, [[μπορώ]] να βρω εύκολα (α. «ἕτεροι δὲ οὐδὲ ἐξ αὐτῶν | |mltxt=-έω (ΑΜ εὐπορῶ) [[εύπορος]]<br />[[είμαι]] [[εύπορος]], έχω αρκετούς πόρους, έχω οικονομική [[άνεση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω τη [[δυνατότητα]], [[είμαι]] [[ικανός]] να... (α. «οὐκ εὐπορῶ καταλεπτῶς γράφειν σοι» β. «εὐπορῶ ὅ, τι [[λέγω]]» — έχω [[πάρα]] [[πολλά]] να πω<br />γ. «τοῦτο εὐπορῶ» — έχω έτοιμη την [[απάντηση]])<br /><b>2.</b> έχω, [[μπορώ]] να βρω εύκολα (α. «ἕτεροι δὲ οὐδὲ ἐξ αὐτῶν εὐποροῦσαν» β. «εὐπορῶ σίτων, χρημάτων κ.λπ.»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιτυγχάνω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[διαρκώ]], διατηρούμαι με [[επιτυχία]] («[[ὅθεν]] ὁ [[πόλεμος]] εὐπορεῑ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παρέχω]], [[χορηγώ]] («εὐπορῶ [[δέκα]] μνᾱς τινι»)<br /><b>4.</b> (ως φιλοσοφ. όρος) έχω λύσει τις απορίες μου, έχω σαφή [[γνώση]] κάποιου θέματος. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 13 June 2022
Greek Monolingual
-έω (ΑΜ εὐπορῶ) εύπορος
είμαι εύπορος, έχω αρκετούς πόρους, έχω οικονομική άνεση
μσν.-αρχ.
1. έχω τη δυνατότητα, είμαι ικανός να... (α. «οὐκ εὐπορῶ καταλεπτῶς γράφειν σοι» β. «εὐπορῶ ὅ, τι λέγω» — έχω πάρα πολλά να πω
γ. «τοῦτο εὐπορῶ» — έχω έτοιμη την απάντηση)
2. έχω, μπορώ να βρω εύκολα (α. «ἕτεροι δὲ οὐδὲ ἐξ αὐτῶν εὐποροῦσαν» β. «εὐπορῶ σίτων, χρημάτων κ.λπ.»)
αρχ.
1. επιτυγχάνω κάτι
2. διαρκώ, διατηρούμαι με επιτυχία («ὅθεν ὁ πόλεμος εὐπορεῑ», Θουκ.)
3. παρέχω, χορηγώ («εὐπορῶ δέκα μνᾱς τινι»)
4. (ως φιλοσοφ. όρος) έχω λύσει τις απορίες μου, έχω σαφή γνώση κάποιου θέματος.