Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατωφαγάς: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(5)
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κατωφαγᾱς, -οῡ και -ᾱ και καταφαγᾱς, ὁ (Α)<br />[[ονομασία]] λαίμαργου πτηνού με το [[κεφάλι]] [[συνεχώς]] [[προς]] τα [[κάτω]] για να βρίσκει σπόρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάτω]] <span style="color: red;">+</span> [[φαγᾶς]].
|mltxt=κατωφαγᾱς, -οῦ και -ᾱ και καταφαγᾱς, ὁ (Α)<br />[[ονομασία]] λαίμαργου πτηνού με το [[κεφάλι]] [[συνεχώς]] [[προς]] τα [[κάτω]] για να βρίσκει σπόρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάτω]] <span style="color: red;">+</span> [[φαγᾶς]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατωφᾰγάς:''' -οῦ ή -ᾶ, ὁ ([[φαγεῖν]]), αυτός που τρώει με το [[κεφάλι]] προς το [[έδαφος]], [[αδηφάγος]], [[λαίμαργος]], [[αχόρταγος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κατωφᾰγάς:''' -οῦ ή -ᾶ, ὁ ([[φαγεῖν]]), αυτός που τρώει με το [[κεφάλι]] προς το [[έδαφος]], [[αδηφάγος]], [[λαίμαργος]], [[αχόρταγος]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Latest revision as of 20:00, 13 June 2022

Greek Monolingual

κατωφαγᾱς, -οῦ και -ᾱ και καταφαγᾱς, ὁ (Α)
ονομασία λαίμαργου πτηνού με το κεφάλι συνεχώς προς τα κάτω για να βρίσκει σπόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + φαγᾶς.

Greek Monotonic

κατωφᾰγάς: -οῦ ή -ᾶ, ὁ (φαγεῖν), αυτός που τρώει με το κεφάλι προς το έδαφος, αδηφάγος, λαίμαργος, αχόρταγος, σε Αριστοφ.