κοῦρμι: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κοῡρμι, τὸ (Α)<br />[[είδος]] ποτού, ζύθου που παρασκευαζόταν στην Αίγυπτο από [[κριθάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κόρμα]]].
|mltxt=κοῦρμι, τὸ (Α)<br />[[είδος]] ποτού, ζύθου που παρασκευαζόταν στην Αίγυπτο από [[κριθάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κόρμα]]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοῦρμι Medium diacritics: κοῦρμι Low diacritics: κούρμι Capitals: ΚΟΥΡΜΙ
Transliteration A: koûrmi Transliteration B: kourmi Transliteration C: koyrmi Beta Code: kou=rmi

English (LSJ)

τό, A kind of beer made from barley, Dsc.2.88; cf. κόρμα.

Greek (Liddell-Scott)

κοῦρμι: τό, εἶδος ζύθου, ποτόν τι τῶν Αἰγυπτίων, «σκευαζόμενον ἐκ τῆς κριθῆς... σκευάζεται δὲ καὶ ἐκ πυρῶν τοιαῦτα πόματα, ὡς ἐν τῇ ἑσπέρᾳ Ἰβηρίᾳ καὶ Βρεττανίᾳ» Διοσκ. 2. 110, Πλίν.· ὡσαύτως κόρμα, Ἀθήν. 152C· ― πρβλ. ζῦθος.

Greek Monolingual

κοῦρμι, τὸ (Α)
είδος ποτού, ζύθου που παρασκευαζόταν στην Αίγυπτο από κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κόρμα].