κουρευτής: Difference between revisions

From LSJ

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑM [[κουρευτής]], -οῡ, Α θηλ. [[κουρεύτρια]]) [[κουρεύς]]<br />αυτός που κόβει τα μαλλιά ανθρώπων ή κουρεύει το [[τρίχωμα]] ζώων.
|mltxt=ο (ΑM [[κουρευτής]], -οῦ, Α θηλ. [[κουρεύτρια]]) [[κουρεύς]]<br />αυτός που κόβει τα μαλλιά ανθρώπων ή κουρεύει το [[τρίχωμα]] ζώων.
}}
}}

Revision as of 20:05, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρευτής Medium diacritics: κουρευτής Low diacritics: κουρευτής Capitals: ΚΟΥΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: koureutḗs Transliteration B: koureutēs Transliteration C: koureftis Beta Code: koureuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A barber, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

κουρευτής: -οῦ, ὁ, = τῷ προηγ., Ψευδο-Χρυσόστ. τ. 8, 787Α.

Greek Monolingual

ο (ΑM κουρευτής, -οῦ, Α θηλ. κουρεύτρια) κουρεύς
αυτός που κόβει τα μαλλιά ανθρώπων ή κουρεύει το τρίχωμα ζώων.