οικέτης: Difference between revisions

From LSJ

ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάριςevery inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer

Source
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκέτης]], ὁ, θηλ. [[οἰκέτις]] και οἰκέτισσα (ΑΜ, Α και [[οἰκότης]])<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> ο [[άγιος]] ως [[υπηρέτης]] της εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δούλος]] που έμενε και υπηρετούσε στο [[σπίτι]] στο οποίο [[συχνά]] είχε γεννηθεί και ανατραφεί<br /><b>2.</b> (ποιητ. και ως επίθ.) [[σπιτικός]] («ἐν θεοῡ μελάθροις εἶχον οἰκέτην βίον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ οἰκέται</i>- το υπηρετικό προσωπικό<br /><b>5.</b> <b>το θηλ.</b> ἡ [[οἰκέτις]] και <i>οἰκέτισσα</i><br />η [[κυρία]] του οίκου, η [[οικοδέσποινα]] («ὦ [[χαρίεσσα]] [[κόρα]], τὸ μὲν [[οἰκέτις]] ἤδη», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[έτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>αγρ</i>-[[έτης]], <i>φυλ</i>-[[έτης]])].
|mltxt=[[οἰκέτης]], ὁ, θηλ. [[οἰκέτις]] και οἰκέτισσα (ΑΜ, Α και [[οἰκότης]])<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> ο [[άγιος]] ως [[υπηρέτης]] της εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δούλος]] που έμενε και υπηρετούσε στο [[σπίτι]] στο οποίο [[συχνά]] είχε γεννηθεί και ανατραφεί<br /><b>2.</b> (ποιητ. και ως επίθ.) [[σπιτικός]] («ἐν θεοῦ μελάθροις εἶχον οἰκέτην βίον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ οἰκέται</i>- το υπηρετικό προσωπικό<br /><b>5.</b> <b>το θηλ.</b> ἡ [[οἰκέτις]] και <i>οἰκέτισσα</i><br />η [[κυρία]] του οίκου, η [[οικοδέσποινα]] («ὦ [[χαρίεσσα]] [[κόρα]], τὸ μὲν [[οἰκέτις]] ἤδη», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[έτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>αγρ</i>-[[έτης]], <i>φυλ</i>-[[έτης]])].
}}
}}

Revision as of 20:10, 13 June 2022

Greek Monolingual

οἰκέτης, ὁ, θηλ. οἰκέτις και οἰκέτισσα (ΑΜ, Α και οἰκότης)
μσν.
μτφ. ο άγιος ως υπηρέτης της εκκλησίας
αρχ.
1. δούλος που έμενε και υπηρετούσε στο σπίτι στο οποίο συχνά είχε γεννηθεί και ανατραφεί
2. (ποιητ. και ως επίθ.) σπιτικός («ἐν θεοῦ μελάθροις εἶχον οἰκέτην βίον», Ευρ.)
3. προσωνυμία του Απόλλωνος
4. στον πληθ. οἱ οἰκέται- το υπηρετικό προσωπικό
5. το θηλ.οἰκέτις και οἰκέτισσα
η κυρία του οίκου, η οικοδέσποινα («ὦ χαρίεσσα κόρα, τὸ μὲν οἰκέτις ἤδη», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + κατάλ. -έτης (πρβλ. αγρ-έτης, φυλ-έτης)].