οἰκέτις
τὸ φῶς τὸ ἄδυτον καὶ ἀνέσπερον → undimmed and unsetting light
English (LSJ)
-ιδος, ἡ, fem. of οἰκέτης, Hp. Aër. 21, LXX Ex. 21.7; οἰκέτιν τ' ἐφέστιον περιστεράν S. Fr. 866; οἰ. γυνή E. El. 104.
housewife, Theoc. 18.38.
German (Pape)
[Seite 299] ιδος, ἡ, fem. zu οἰκέτης; περιστερὰν ἐφέστιον οἰκέτιν τε, Soph. frg. 745; Sklavinn, γυνή, Eur. El. 104; Luc. Philopatr. 17; aber Theocr. 18, 38 Hausfrau.
French (Bailly abrégé)
ιδος ; acc. οἰκέτιν;
adj. f.
de la maison;
subst. ἡ οἰκέτις :
1 maîtresse de maison, épouse;
2 femme esclave, servante.
Étymologie: fém. de οἰκέτης.
Russian (Dvoretsky)
οἰκέτις: ῐδος adj. f
1 прислуживающая: οἰ. γυνή Eur. служанка;
2 домашняя (περιστερά Soph. ap. Plut.).
ῐδος ἡ
1 хозяйка дома Theocr.;
2 служанка, рабыня Luc.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκέτῐς: -ῐδος, ἡ, θηλ. τοῦ οἰκέτης, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292· περιστερὰν ἐφέστιον οἰκέτιν τε Σοφ. Ἀποσπ. 745· οἰκ. γυνὴ Εὐρ. Ἠλ. 104. ΙΙ. παρὰ Θεοκρ. 18. 38, ἡ κυρία τοῦ οἴκου, ἡ δέσποινα, Λατ. matrona.
Greek Monolingual
οἰκέτις και οἰκέτισσα, ἡ (Α) βλ. οικέτης.
Greek Monotonic
οἰκέτῐς: -ῐδος, ἡ,
I. θηλ. του οἰκέτης, σε Ευρ.
II. κυρία του σπιτιού, οικοδέσποινα, Λατ. matrona, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
οἰκέτῐς, ῐδος, ἡ,
I. fem. of οἰκέτης, Eur.
II. the mistress of the house, Lat. matrona, Theocr.