ἑκατοντούτης: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. εκατοντούτις) (Α [[ἑκατοντούτης]], θηλ. ἑκατοντοῡτις)<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] [[εκατό]] χρόνων.
|mltxt=ο (θηλ. εκατοντούτις) (Α [[ἑκατοντούτης]], θηλ. ἑκατοντοῦτις)<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] [[εκατό]] χρόνων.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:40, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτοντούτης Medium diacritics: ἑκατοντούτης Low diacritics: εκατοντούτης Capitals: ΕΚΑΤΟΝΤΟΥΤΗΣ
Transliteration A: hekatontoútēs Transliteration B: hekatontoutēs Transliteration C: ekatontoytis Beta Code: e(katontou/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, contr. for ἑκατονταέτης, Luc.Macr. 14 :—fem. ἑκᾰτοντ-οῦτις, ιδος, Ath.15.697e.

German (Pape)

[Seite 753] zsgzgn aus ἑκατονταέτης, ὁ, hundertjährig, Luc. Macrob. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκατοντούτης: -ου, συνῃρ. ἀντὶ ἑκατονταετής, Λουκ. Μακρόβ. 14· θηλ. ἑκατοντοῦτις, -ιδος, Ἀθήν. 697F.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de cent ans, séculaire.
Étymologie: ἑκατόν, ἔτος.

Spanish (DGE)

-ου
de cien años ἑ. γενόμενος al llegar a los cien años Luc.Macr.14, cf. Philostr.VA 1.14, Hippol.Haer.10.30.3.

Greek Monolingual

ο (θηλ. εκατοντούτις) (Α ἑκατοντούτης, θηλ. ἑκατοντοῦτις)
αυτός που έχει ηλικία εκατό χρόνων.

Greek Monotonic

ἑκᾰτοντούτης: -ου, ὁ, συνηρ. αντί ἑκατονταετής, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἑκατοντούτης: Pind. = ἑκατονταέτης.

Middle Liddell

ἑκᾰτοντ-ούτης, ου, [contr. for ἑκατονταετής, Luc.]